- κολάι
- knack
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
κολάι — το 1. ευκολία, ευχέρεια 2. φρ. α) «κάθε δουλειά έχει το κολάι της» κάθε εργασία έχει ειδικό τρόπο εκτέλεσης β) «πήρε το κολάι» έμαθε την τέχνη να κάνει κάτι ή αντιμετωπίζει τα πράγματα με ευκολία γ) «κάνω κολάι» i) διευκολύνω ii) καταβάλλω την… … Dictionary of Greek
κολάι — το (άκλ., λ. τουρκ.), ευκολία, άνεση, βολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)